- επωμάδιος
- ἐπωμάδιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ.β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.)αρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπωμάδιονεπώμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώμ-ος + κατάλ. -άδιος].
Dictionary of Greek. 2013.